- ἐκχέεται
- ἐκχέωpour outpres ind mp 3rd sg (epic ionic)ἐκχέωpour outpres ind mp 3rd sg (epic ionic)ἐκχέωpour outaor subj mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
θεόβλυστος — θεόβλυοτος και θεόβλυτος, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει, που εκχέεται από τη θεία χάρη («θεόβλυστος δρόσος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλύζω] … Dictionary of Greek
οχετόκρανον — ὀχετόκρανον, τὸ (Α) το ακραίο τμήμα οχετού, από όπου εκχέεται το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχετός + κρανίον (πρβλ. κιονό κρανον), βλ. λ. κρανίο] … Dictionary of Greek
υδρόχυτος — ον, Α αυτός από τον οποίο εκχέεται νερό («κρήναις παρ ὑδροχύτοις», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χυτός (< χέω), πρβλ. οἰνό χυτος] … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek